-
1 βλαισός
A bent, distorted: hence, splay-footed, Hp.Art.53, cf. 82 ([comp] Comp.); ἐς τὸ β. ῥέπων ib.62, cf. Gal.18(1).674, al.;οἱ β. τῶν ἀνθρώπων X.Eq.1.3
; also, bandy,β. καρκίνοι Batr.297
, cf. Arist.HA 526a23; τὰ β. τῶν ὀπισθίων the hollow of the hind-leg in which bees carry the pollen, ib. 624b2: generally, twisted, crooked,πλατάνιστος AP4.1.17
(Mel.); κισσός ib.7.21 (Simm.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαισός
-
2 κρεμάννυμι
κρεμ-άννῡμι, Pl.Lg. 830b, etc.; [suff] κρεμ-ύω, Arist.HA 612a10, Thphr.CP4.3.3; [full] κρεμάω, Arist.Mir. 831a8, Ael.NA5.3, etc.; [full] κρεμνάω, Demetr.Eloc. 216, Gp.4.15.15; [full] κρεμάζω, LXX Jb.26.7 (A v.l. κρεμνῶν): [tense] pres. part. [full] κρεμάντες Ath.1.25d: [tense] fut. κρεμάσω [ᾰ] Alc.Com.8, LXX Ge.40.19; [dialect] Att. κρεμῶ, ᾷς, ᾷ, Ar.Pl. 312 (lyr.); [dialect] Ep.κρεμόω Il.7.83
: [tense] aor. 1 , [dialect] Ep. and Lyr.κρέμασα Od.8.67
, Pi.P.4.192; [dialect] Dor. inf.κραμάσαι IG42(1).122.3
(Epid.); [tense] pf.κεκρέμᾰκα Corn.ND17
:—[voice] Med., [tense] aor. inf.κρεμάσασθαι Hes.Op. 629
, subj.ἐκ-κρεμάσωμαι AP5.91
(Rufin.):— [voice] Pass., [full] κρέμαμαι, Pi.P.5.34, Ar.Av. 1387 (alsoκρεμᾶται Anacreont. 16.17
); inf.κρέμασθαι Hp.VM10
, Acut.30, Antiph.74.4; subj.κρέμωμαι Hp.Art.70
, Arist.Rh. 1415a13; opt. , V. 298, Nu. 870: [tense] impf. ἐκρεμάμην, ω, ατο, Il.15.21, etc.: [tense] fut. κρεμήσομαι in pass. sense, Ar.Ach. 279, V. 808, PCair.Zen.202.9 (iii B. C.): [tense] aor.ἐκρεμάσθην Ar.Th. 1053
, etc.: [tense] pf. imper.κεκρεμάσθω Apollod. Poliorc.181.7
, v.l. in Archim.Quadr.13: [tense] plpf.κατα-κεκρέμαστο D.S. 18.26
. (Cf. κρημνός, Goth. hramjan 'crucify'):I hang up,σειρὴν.. ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες Il.8.19
;τόξον ἐκ πίτυος A.Fr. 251
;ἀπὸ κάλω κ. σαυτόν Ar.Ra. 122
; καὶ κρεμόω προτὶ νηόν will bring them to the temple and hang them up there as an offering, Il. 7.83;κ. τινὰ τῶν ὄρχεων Ar.Pl. 312
; κ. [τὰς ὗς] τῶν ὀπισθίων σκελῶν by the hind legs, Arist.HA 632a23; κρεμάσας τὸ νόημα, in allusion to Socrates in his basket, Ar.Nu. 229, cf. Alex.126.17; κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα hang up one's shield, i.e. have done with war, Ar.Ach.58;τὴν πανοπλίαν Id.Av. 436
:—so in [voice] Med., πηδάλιον κρεμάσασθαι hang up one's rudder, i.e. give up the sea, Hes.Op. 629.II [voice] Pass., to be hung up, suspended, ὅτε τ' ἐκρέμω ([ per.] 2sg.[tense] impf.) ὑψόθεν when thou wert hanging, Il.15.18, cf. 21; ; to be hung up as a votive offering, Pi.P. 5.34, cf. Hdt.1.34, 66, etc.;τὰ σπλάγχνα οἱ δοκέει κρέμασθαι Hp.VM 10
;κάτω κρέμανται S.Fr. 431
;κρεμήσεται.. ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar.V. 808
;κ. ἐφ' ἵππων X.An.3.2.19
;ἐκ ποδῶν κατωκάρα κ. Ar.Ach. 945
;αἱ μέλιτται κ. ἐξ ἀλλήλων Arist.HA 627b13
: metaph.,ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25
; μῶμος κρέματαί τινι censure hangs over him, ib.6.74;δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κ. Id.I.8(7).14
; κρέμασθαι ἔκ τινος to be wholly taken up with a thing, Pl.Lg. 831c;ὁ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος X.Smp.8.19
.3 metaph., to be in suspense,ἵνα μὴ κρέμηται ἡ διάνοια Arist.Rh. 1415a13
; κ. [ὁλόγος] Gal. 18(2).754.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεμάννυμι
-
3 κούταρον
κούταρον· τῶν ὀπισθίων ( ὀσπητίων cod.) τοῦ βοὸς ἡ σὰρξ ὑπὲρ τὰ ἄρθρα, Hsch. [full] κουτίδες· συκαλλίδες, Id.:—also [full] κουτίδια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούταρον
См. также в других словарях:
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής … Dictionary of Greek
πυγίδιο — το / πυγίδιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα τού σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών γ) το ανώτερο… … Dictionary of Greek
βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… … Dictionary of Greek
κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ … Dictionary of Greek
μετατρόχιο — το το διάστημα που υπάρχει μεταξύ τών πρόσθιων και τών οπίσθιων τροχών ενός οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τρόχιον (< τροχός)] … Dictionary of Greek
σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… … Dictionary of Greek
κωλογυρίζω — (Μ) γυρίζω κάποιον από τη μεριά τών οπισθίων προκειμένου να συνουσιαστώ … Dictionary of Greek
ρυμοφόριο — το, Ν στρ. μικρή ξύλινη ράβδος η οποία ήταν αναρτημένη από το επαυχένιο τμήμα τής σαγής τών οπίσθιων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμός «επίμηκες ξύλο» + φόριο(ν) (< φόρον < φέρω), πρβλ. αρτο φόριο] … Dictionary of Greek
συνδάκτυλα — τα, Ν ζωολ. τάξη μαρσιποφόρων τής οποίας οι εκπρόσωποι χαρακτηρίζονται από το ότι έχουν το δεύτερο και το τρίτο δάχτυλο τών οπίσθιων άκρων ενωμένα μεταξύ τους … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek