Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν ὀπισθίων

См. также в других словарях:

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • πυγίδιο — το / πυγίδιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα τού σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών γ) το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… …   Dictionary of Greek

  • κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • μετατρόχιο — το το διάστημα που υπάρχει μεταξύ τών πρόσθιων και τών οπίσθιων τροχών ενός οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τρόχιον (< τροχός)] …   Dictionary of Greek

  • σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

  • κωλογυρίζω — (Μ) γυρίζω κάποιον από τη μεριά τών οπισθίων προκειμένου να συνουσιαστώ …   Dictionary of Greek

  • ρυμοφόριο — το, Ν στρ. μικρή ξύλινη ράβδος η οποία ήταν αναρτημένη από το επαυχένιο τμήμα τής σαγής τών οπίσθιων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμός «επίμηκες ξύλο» + φόριο(ν) (< φόρον < φέρω), πρβλ. αρτο φόριο] …   Dictionary of Greek

  • συνδάκτυλα — τα, Ν ζωολ. τάξη μαρσιποφόρων τής οποίας οι εκπρόσωποι χαρακτηρίζονται από το ότι έχουν το δεύτερο και το τρίτο δάχτυλο τών οπίσθιων άκρων ενωμένα μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»